ἐξεταζομένῳ

ἐξεταζομένῳ
ἐξετάζω
examine well
pres part mp masc/neut dat sg
ἐξετάζω
examine well
pres part mp masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξετάζω — (AM ἐξετάζω) [ετάζω] 1. ερευνώ λεπτομερώς, ελέγχω («τὴν ὑπάρχουσαν συμμαχίαν ἐξήταζον», Θουκ.) 2. υποβάλλω σε ανάκριση, ανακρίνω («το δικαστήριο εξέτασε τους μάρτυρες») 3. ελέγχω προσεκτικά για να διαπιστώσω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («εξέτασε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”